φάκελος — bundle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
φακέλου — φάκελος bundle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακέλους — φάκελος bundle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακέλῳ — φάκελος bundle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκελοι — φάκελος bundle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκελον — φάκελος bundle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
φάκελο — και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Ν ο φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek